Γλυπτά του Παρθενώνα: Όποιοι ζητούν την επιστροφή τους επιτίθενται στην κληρονομιά του Διαφωτισμού, γράφει ο Guardian

marmara_elgin

«… και θα πρέπει να εξηγήσουν πώς διαφέρουν τα επιχείρηματά τους από άλλα είδη εθνικιστικού λαϊκισμού», ανέφερε στο άρθρο του ο κριτικός Τέχνης του βρετανικού Μέσου, Τζόναθαν Τζόουνς
«Να μην χάσουμε τα μάρμαρά μας για τα σχόλια του επικεφαλής του Βρετανικού Μουσείου». Με την παραπάνω φράση ξεκινά τον σχολιασμό του ο κριτικός Τέχνης του Guardian, Τζόναθαν Τζόουνς, θίγοντας εκ νέου το θέμα των Μαρμάρων του Παρθενώνα που «φιλοξενούνται» στο Βρετανικό Μουσείο, με αφορμή και τις σχετικές πρόσφατες δηλώσεις του διευθυντή.

Όπως υποστηρίζει ο αρθρογράφος του βρετανικού Μέσου, όσοι ζητούν την επιστροφή των Μαρμάρων στην Ελλάδα «επιτίθενται στην κληρονομιά του Διαφωτισμού» και θα «πρέπει να εξηγήσουν πώς διαφέρουν τα επιχειρήματά τους από άλλα είδη εθνικιστικού λαϊκισμού».

Ο συντάκτης του άρθρου δηλώνει υπερασπιστής των θέσεων του Βρετανικού Μουσείου και παρουσιάζει τη δική του οπτική, σε ένα θέμα που απασχολεί επί δεκαετίες τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Βρετανία.

«Μπορεί να φαντάζει προκλητικό αυτό. Υποστηρίζει δηλαδή [ο Φίσερ] ότι όταν ο Έλγιν έβαλε τους εργάτες του να απομακρύνουν ένα τεράστιο τμήμα των γλυπτών του Παρθενώνα, μετά από μια αμφίβολη συμφωνία με την Οθωμανική αυτοκρατορία, που καταπίεζε εκείνη την περίοδο την Ελλάδα, και να μεταφέρουν με πλοίο στο Λονδίνο, αυτή η καταφανής ληστεία ήταν δημιουργική. Ας θέσουμε αλλιώς το ερώτημα. Ήταν δημιουργικό όταν Βρετανοί στρατιώτες κατέστρεψαν τη βασιλική πόλη του Μπενίν στη δυτική Αφρική το 1897 και λεηλάτησαν τις μεγάλες ορειχάλκινες πλάκες από το παλάτι της, πολλές εκ των οποίων βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Ή όταν ο Χίτλερ σχεδίαζε ένα νέο μουσείο που θα φιλοξενούσε τα λεηλατημένα έργα Τέχνης από την Ευρώπη;

Είναι εύκολα τα συναισθήματα και δύσκολος ο στοχασμός. Η εκστρατεία για την επιστροφή της λείας του Έλγιν στην Ελλάδα διεξάγεται με πάθος εδώ και 200 χρόνια, αφότου ο Λόρδος Βύρωνας κατήγγειλε τον Έλγιν στο “Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ”. Σήμερα, αυτή η παλαιότερη απ’ όλες τις διαμαρτυρίες για την πολιτισμική ιδιοκτησία έχει γίνει εμβληματική μιας ευρύτερης οργής, που θεωρεί τίποτε περισσότερο από αυτοκρατορική κλοπή πολλούς θησαυρούς μουσείων όπως το πέτρινο άγαλμα Ράπα Νούι [από το Νησί του Πάσχα] του Βρετανικού Μουσείο. Υπάρχει μια διάθεση υποστήριξης όλων αυτών των διεκδικήσεων – ο Τζέρεμι Κόρμπιν θα επέστρεφε τα Γλυπτά του Παρθενώνα, δεν τίθεται θέμα- άρα το σχόλιο του Φίσερ που αποκαλεί «δημιουργική» την οικειοποίηση από τα μουσεία έργων Τέχνης άλλων λαών είναι βέβαιο ότι θα ανάψει φωτιές.

Αλλά αν δεν καταλαβαίνει κανείς τα επιχειρήματά του [του Φίσερ], σε τελική ανάλυση λέει ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν μουσεία παγκόσμιας Tέχνης κι ότι κάθε έργο Τέχνης θα πρέπει να μένει στο χώρο δημιουργίας του, καθώς θα έχει νόημα μόνον εντός του αυθεντικού πλαισίου του», γράφει χαρακτηριστικά.

Σχετικά